Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΙΟΥΣΜΑΣ
























ΕΝΑΣ ΚΑΡΔΙΑΝΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ

Γεννήθηκα τον Οκτώβριο του 1896 στο χωριό Πλαγιάρι της Καλλίπολης της Θρακικής Χερσονήσου. Στην ελληνική κατοχή το ονομάσανε ΚΑΡΔΙΑ, της Θρακικής ιστορίας.
Είμαι πρωτόπαιδο και έχω το όνομα του παππού μου, γι’αυτό με αγαπούσε η γιαγιά μου πολύ. Όταν πήγα στο σχολείο, η δασκάλα και ο δάσκαλος μου ήταν συγχωριανοί μου, το επίθετο τους ήταν Μαραγκόζη και πέθαναν στην Ξάνθη της δυτικής Θράκης.
Θυμάμαι που έγραψα για πρώτη φορά το 1905 εις το σχολείο με μολύβι. Δεν ήμουν από τους καλύτερους μαθητάς και στην Τρίτη τάξη έμεινα στάσιμος διότι το
καλοκαίρι με έπαιρνε ο πατέρας μου από το σχολείο και έβοσκα τα βόδια.
Έτσι, δεν μπορούσα να παρακολουθώ ανελλιπώς τα μαθήματα.
Τον χειμώνα πήγαινα στο Σχολείο. Στην τρίτη τάξη άλλαξαν οι δάσκαλοι, ήλθε ένας δάσκαλος από τα νησιά των Κυκλάδων, την Σίφνο και ένας από την Καλλίπολη.
Ο πρώτος δάσκαλος, αυτός που ήλθε από την Σίφνο, ήταν κατάσκοπος των Ελλήνων. Μας γύμναζε δύο φορές την εβδομάδα. Εις την Πέμπτη τάξη στο σχολείο, κάναμε γαλλικά και τουρκικά διότι έγινε το Σύνταγμα της Τουρκίας και ήλθαν οι Νεότουρκοι. Μιλήσανε στο Τζαμί και στην εκκλησία, μας μοίρασαν καραμέλες και γροσάκια. Εμείς, στο καθεστώς φωνάζαμε ζήτω το Σύνταγμα Γιασασίν Χουριέτ,
Ζήτω το Σύνταγμα Αταλέτ Μουσαβάτ Γιασασίν Μελέτ Σουλτάν, δηλαδή αδέλφια γίναμε, επιρντίς καρντάς.
Στην πέμπτη τάξη δεν με πήραν οι δικοί μου να βόσκω βόδια, διότι μεγάλωσε ο αδελφός μου και πήγαινε εκείνος. Αλλά ήταν αργά, δεν είχα βάσεις καλές.
Ο δάσκαλος που μας παρέδιδε μάθημα γαλλικών και τουρκικών μας χτυπούσε αλύπητα. Ένα παιδί πέθανε από το πολύ ξύλο. Τον τελευταίο μήνα έφυγα από το σχολείο διότι ο δάσκαλος με έδερνε πολύ.
Την νύχτα πήγαινα στη γιαγιά μου και με έδινε κρυφά ψωμί και φαΐ μιας και ο πατέρας μου δεν με έδινε, επειδή δεν πήγαινα στο σχολείο.
Πήγα λοιπόν και έγινα δούλος εις τον Κυμπάρ τον Νικολάκη που ήταν εδώ στην Καρδία και συμφώνησα να κάτσω για τρεις μήνες. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου ήλθε να με πάρει αλλά εγώ δεν πήγα και έτσι κάθισα τους τρεις μήνες που συμφώνησα.
Τότε ήμουν παλικαράκι 15-16 χρόνων. Κάναμε δυο ζευγάρια βόδια μαζί με τον πατέρα μου και άνοιξε περισσότερο η δουλειά ώσπου ήλθε ο Αύγουστος το καλοκαίρι και έπιασε Θέρμη, δηλαδή Ελονοσία. Ξέχασα να αναφέρω ότι τον Ιούλιο μήνα έγινε σεισμός μεγάλος, έπεσαν τα σπίτια μας.
Το 1912 κηρύχθηκε ο πόλεμος και οι Τούρκοι επιτάξανε μαζί με όλα τα υπάρχοντα μας και τα ζώα μας και έτσι δεν μπορέσαμε να αλωνίσουμε όλοι. Εμάς όμως δεν μας τα πήραν διότι εγώ ήμουν άρρωστος από Ελονοσία και οι Τούρκοι δεν στείλανε τον πατέρα μου αγγαρεία. Είχαμε έναν στάβλο που δεν έπεσε από τον σεισμό και εκεί καθόμασταν μαζί με τα ζώα μας. Από την Θέρμη (Ελονοσία) το γύρισε στον Τύφο, σπίτι όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν είχαμε διότι είχε πέσει.
Ήταν ένα Μοναστήρι μέσα στο χωριό που δεν είχε πέσει, με πήγανε οι δικοί μου εκεί διότι από τον πυρετό δεν ήξερα ι έλεγα. Ο πρόεδρος δεν τον έστελνε τον πατέρα μου αγγαρεία διότι με περιμένανε να πεθάνω. 2 ώρες έξω από το χωριό ήταν οι Βούλγαροι. Στης Παναγίας το Μοναστήρι έγινα καλά Κάθισα 80 ημέρες . Το Μοναστήρι ήταν μέσα στο χωριό και είχε καλόγερους. Μόλις έγινα καλά, φώναξαν ένα γερό παλικάρι και με πήρε εις την ράχη του και με πήγε στον στάβλο μας. Το παλικάρι αυτό λεγόταν Χριστόδουλος Δελημήτρου ο οποίος ήταν θείος του συγχωριανού μας του Αδάμ Δελημήτρου. Έγινα καλά, αλλά ακόμα ήμουν αδύναμος και δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Οι δικοί μου κάνανε μια κάμαρα με πλίνθους και καθόμασταν με τα ζώα. Τούρκοι πρόσφυγες που κατεβήκανε από την Θράκη κάνανε πλιάτσικο στα ζώα και τα τρόφιμα των Ελλήνων.
Ο πατέρας μου αγόρασε από τους Τούρκους μια προβατίνα και κασέρι και έτσι τρώγοντας δυνάμωσα λίγο. Τότε ήλθε ένα τάγμα Τούρκων Λαζών, τάγμα θανάτου, και έδερναν τους χωριανούς. Όμως η εκκλησία τους έδωσε 50 λίρες και έφυγαν.
Απ’ αυτούς έφαγα και εγώ ένα χαστούκι επειδή είχα ένα τσεμπέρι μαύρο στο κεφάλι μου και δεν φορούσα φέσι. Μόλις έγινα καλά, πήγα μια ημέρα και έσπειρα το χωράφι. Μετά από λίγες ημέρες έγινε μάχη εις το χωριό μας μεταξύ Βουλγάρων και Τούρκων. Έτσι γίναμε πρόσφυγες και μας πήγανε στην Καλλίπολη. Καθίσαμε στου Χατζηκοσμά το σπίτι. Είχανε πολύ καλό σπίτι και μας έβαλαν σε ένα πλυσταριό. Είχα ένα αδελφάκι τον Αναγνώστη που πέθανε στο πλυσταριό από την υγρασία. Ήταν 2-3 χρόνων. Μετά μας λυπήθηκαν και μας έβαλαν εις την σάλα, εκεί ήταν καλά.
Θυμάμαι, είχε χιονίσει, το χιόνι ήταν 2 μέτρα. Εις την άκρα της Καλλίπολης ήτανε ανεμόμυλοι, εκεί είχαν ένα σύνταγμα με στρατιώτες Άραβες. Μέσα στις σκηνές πολλοί ήταν αυτοί που πεθάνανε από το κρύο. Όταν καθάρισε ο καιρός και ζέστανε λίγο, κατά τον Φεβρουάριο, φύγαμε όλοι και πήγαμε στης μάνας μου το χωριό το Γενίκιο.
Εκεί ήμασταν καλά διότι είχαμε πολλούς συγγενείς και πρόσφυγες που μας αγαπούσαν. Τον Απρίλιο γράψαν ένα γράμμα από το Τσανάκαλε (Δαρδανέλια) εις τον Χατζηκοσμά, συγγενή της μάνας μου και ζητάγανε ένα παιδί για το μαγαζί τους, μια μικρή ταβέρνα. Έκριναν καλό να στείλουν εμένα αλλά δεν είχαμε λεφτά για τα ναύλα.
Η γιαγιά είχε ένα περιλαίμιο χρυσό που το λέγανε κερντάνι. Το πούλησε και έδωσε σε όλα της τα παιδιά μερίδιο, έδωσε και σε μένα αρκετά επειδή με αγαπούσε πολύ. Στην ξενιτιά ήμουν δεν ήμουν 16-17 χρόνων που πήγα στα Δαρδανέλια. Πήγαμε με ένα καΐκι εγώ, ο ξάδερφος μου ο Χρυσάφης και ένας φίλος ο Νικόλαος Μαράμης. Εγώ ήμουν συστημένος, πήγα κατευθείαν στο μαγαζί, οι άλλοι βρήκαν δουλειά σε ένα ξενοδοχείο, κάθισαν ένα μήνα και έφυγαν διότι έφυγαν οι Βούλγαροι. Ο ένας δεν είχε λουφούσι, (μητρώο κοινότητος) του έδωσα το δικό μου και πήγε στην Κωνσταντινούπολη.
Στο το μαγαζί που πήγα ήταν ένας χωριανός από το Μπαλάσι. Καθίσαμε μια εβδομάδα μαζί για να με μάθει τη δουλειά και μετά έφυγε στην Αλεξάνδρεια. Η ταβέρνα είχε και μαγειριό αλλά χωριστό ταμείο, δεν είχε το αφεντικό, εγώ ήμουν ο νοικοκύρης. Είχα αφεντικίνες 4 και η μητέρα 5. Οι τρεις ήταν λεύτερες, ο ένας γαμπρός ζούσε μαζί. Το βράδυ ότι εισπράξεις έπαιρνα τις παρέδινα.
Είχαμε ούζο και κρασί\ιά που ήταν δικά τους . Είχαμε και καζάνι που έβραζε το ούζο. Περνούσα καλά. Την ημέρα έτρωγα στο μαγαζί, το βράδυ στο σπίτι.
Ήλθε ο μπαμπάς μου να με πάρει διότι γύρισε στο χωριό, αγόρασε άλογο, κάναμε και μια καλύβα, πήρε και το μηνιάτικο μου (μια λύρα) και έφυγε. Όλα αυτά γίνανε το 1913.
Το 1914 άλλαξαν τα πράγματα. Οι Τούρκοι τριγύριζαν. Μια ημέρα ήλθε ένας βαρκάρης -Έλληνας υπήκοος- μεθυσμένος πάρα πολύ, Απόστολο τον λέγανε.
Άρχισε να βρίζει τους Τούρκους, την θρησκεία και την σημαία. Ήμασταν ένας Τούρκος και εγώ, ο μάγειρας έλλειπε. Ο Τούρκος πήγε και τον πρόδωσε στην αστυνομία. Τον πιάσανε και τον πήγανε στις φυλακές στο Κιλίμπαχάρ απέναντι από το Τσανάκαλι. Όλο μπουντρούμια για κρεμάλα και στρατιωτικούς. Πέρασαν δύο ημέρες και μας φώναξε ο Γάλλος πρόξενος που ήταν υπεύθυνος για την προστασία των Ελλήνων. Πρώτα φώναξαν τον Τούρκο και του μίλησαν, φαίνεται ότι του έδωσαν και χρήματα για να πει καλά λόγια. Μετά φώναξαν και εμένα, πήγα στην γυναίκα του πρόξενου που ήξερε ελληνικά. Εγώ του είπα ότι αυτά τα λόγια τα είπε πράγματι ο Αποστόλης.
-Παιδί μου, θα τον κρεμάσουνε, θα πεις ότι δεν τα είπε. Πήγα και βρήκα τον Τούρκο και αυτός μου είπε τα ίδια λόγια. Αυτός που τον πρόδωσε ήταν χαφιές, προδότης.
Την άλλη ημέρα ήλθε μια βάρκα στρατιωτική, πήρε τον Τούρκο, εμένα και τον πρόξενο και πήγαμε στο Κελίσμπαχάρ. Όλοι ήταν στρατιωτικοί και πασάδες, με όρκισαν στο ευαγγέλιο, είπα ότι δεν είπε τίποτα και έτσι αθωώθηκε ο μπάρμπα Απόστολος.
Τώρα αρχίζει άλλο. Το μποϋκοτάζ. Να μη ψωνίζουν Τούρκοι από τους Χριστιανούς.
Τα ελληνικά χωριά φεύγουν στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι αγρίεψαν. Μια ημέρα ήλθε ένας χασάπης για να δώσει κρέας στον Τούρκο μάγειρα που δεν ήθελε το μποϋκοτάζ.
Ο μάγειρας δεν πήρε γιατί δεν είχε δίκιο και έφυγε στο σπίτι του. Ο Τούρκος ο χασάπης λέει σε μένα, φέρε μου ένα ούζο και εγώ δεν του έδωσα. Τότε ο Τούρκος πήρε το μπουκάλι και έβαλε μόνος του. Εκείνη την ώρα περνούσαν και δυο πρωτοπαλίκαρα Τούρκοι, τον έπιασαν από τον γιακά και τον έσυραν έξω γιατί έδωσε παράδες στον Χριστιανό. Δεν χάνει καιρό αυτός, βγάζει το μαχαίρι του και τους σκοτώνει μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού και έφυγε.
Εγώ άφησα το μαγαζί και πήγα στο σπίτι μου και έκλαιγα. Με καθησύχασαν. Μου είπαν: «δεν τους σκότωσες εσύ», πάνε κλείσε το μαγαζί και έλα. Πηγαίνοντας, αντάμωσα έναν χωροφύλακα και με πήγε στο τμήμα. Με ανέκρινε, μου έδωσαν και 2-3 χαστούκια και μ’ απολύσανε. Μαζί με μένα ήταν και ακόμη ένας μάρτυρας ως 25 χρόνων, πήγα στο σπίτι και κάθισα 2-3 μέρες. Στο διάστημα αυτό ένας γαμπρός ήρθε
Στην Θεσσαλονίκη για να βρει σπίτι και να μας γράψει να φύγουμε όλοι μαζί, ως προστάτης. Με γέλασαν πάλι, να πάω στο μαγαζί και ότι κάνω μέχρι να πάρουμε το γράμμα και να φύγουμε.
Μόλις πήγα και άνοιξα την ταβέρνα, έρχονται 2 Τούρκοι και μούδωσαν ένα γερό ξύλο, ύστερα μ’ αφήσαν να φύγω. Πήγα σε έναν φίλο και συμφωνήσαμε να με φυγαδέψει κρυφά . Αυτός ήταν από την Θράκη.
Είμαι στο σπίτι του φίλου όταν ήλθαν και μου έδωσαν χρήματα. «Μέχρι να φύγεις
κάθισε στο σπίτι και θα σε βοηθήσουμε εμείς να φύγεις». Ήταν μια γειτόνισσα που ήταν δούλα στο προξενείο το Γερμανικό. Συνεννοήθηκε με τον πρόξενο.
Ήταν Ιούνιος, έκανε πολύ ζέστη. Έρχεται στο σπίτι και με παίρνει. Αυτή μπροστά και εγώ 50 βήματα από πίσω. Το προξενείο ήταν μακριά, κοντά στην θάλασσα. Όταν φτάσαμε στο προξενείο, η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ενώ φύλαγε ο Τούρκος φρουρός, μπαίνει αυτή πρώτη και πίσω της εγώ. Μέσα ήτανε 4 Έλληνες στρατιώτες του Τουρκικού στρατού και ο φίλος μου ο ράφτης που ήμασταν μαζί μάρτυρες στο επεισόδιο. Θυμάμαι που μας φιλοξένησε ο πρόξενος με φρέσκο τυρί, τουρσί και κρασί. Ο πρόξενος είχε ένα μικρό βαποράκι που τραβούσε τις καθισιές. Το προξενείο ήταν στην άκρη στην θάλασσα.
Μόλις νύχτωσε ήλθε μια βάρκα και πήρε πρώτα τους στρατιώτες και μετά εμάς, τους δύο μάρτυρες. Στην βάρκα που μας πήγε στο βαπόρι, συνάντησα και ένα Τουρκάκι γνωστό μου. Έπειτα από μια ώρα, τα ξημερώματα, φτάσαμε στην Τένεδο και εκεί συνάντησα για πρώτη φορά Έλληνα στρατιώτη. Και εκεί από την χαρά μου πέταξα στην θάλασσα το καλοσιδερωμένο βυσσινί μου φέσι. Κάθισα 3 μέρες. Είχε καλό κρασί, φημισμένο και στην Τουρκία. Μετά τρεις μέρες ήλθε το πλοίο και έφυγα στην Καβάλα. Τώρα πια είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι στην Ελλάδα. Στην Καβάλα αντάμωσα πολλούς χωριανούς. Μόνο για το ψωμί ζητούσα δουλειά. Μια μέρα αντάμωσα και τον δάσκαλο μου που μού έκανε γαλλικά και τουρκικά. Κι αυτουνού τελειώσανε τα λεφτά και κοιμότανε σε ένα φούρνο. Ήταν Καλλιπολίτης. Το όνομα του ήταν Γεώργιος Τσακίδης. Μου λέει να γραφτούμε χωροφύλακες Ήταν μια διαταγή. Εγώ τα’ αρνήθηκα. Του είπα: Συ δάσκαλος εγώ μαθητής, δεν ξέρω πολλά γράμματα. Μου είπε: Αυτά τα γράμματα που ξέρεις φτάνουν. Αυτός γράφτηκε και έφυγε στην Θεσσαλονίκη. Εγώ έμεινα στην Καβάλα. Βρήκα δουλειά σε ένα καφεστιατόριο, τριάντα δραχμές τον μήνα. Ένα μήνα δούλεψα, τα ρούχα και τα παπούτσια μου σάπισαν. Έπλενα πιάτα. Πληρώθηκα, πήρα τριάντα δραχμές και έφυγα. Αγόρασα ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια από τα παλιατζίδικα. Εντωμεταξύ είχα γνωρίσει δύο αδέλφια από την Κεσσάνη, πολύ καλά παιδιά, λίγο μεγαλύτερα από μένα. Αυτοί είχαν μια παράγκα και έκαναν λεμονάδες. Ο ένας πουλούσε έξω με ένα γκιγούμι. Μου είπε: Έλα και συ να πουλάς, πέντε δραχμές το γκιγούμι. Πήγα και πουλούσα δύο την ημέρα. Έπαιρνα δέκα δραχμές. Καλά λεφτά, αλλά ήλθε το φθινόπωρο. Πήρα ένα κασελάκι και έγινα λούστρος. Δεν πήγε καλά η δουλειά. Μέναμε σε ένα χάνι μαζί με τους αδελφούς Κεσσανιώτες. Ο ένας ήξερε και λίγη ζαχαροπλαστική. Μου είπαν να φύγουμε στην Θεσσαλονίκη, αυτός θα έκανε γλυκά και εμείς θα τα πουλούσαμε. Έτσι βρεθήκαμε στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αντάμωσα και τον δάσκαλο μου που έγινε ενωμοτάρχης. Με είπε πάλι να γραφτώ μα εγώ και πάλι αρνήθηκα. Στην Θεσσαλονίκη εγκατασταθήκαμε στο Ιπποδρόμιο κοντά στην εκκλησία Άγιος Κωνσταντίνος και αρχίσαμε δουλειά. Κουραμπιέδες και σάμαλι πουλούσαμε στους δρόμους, έξω από τους κινηματογράφους. Η δουλειά δεν πήγαινε καλά. Σκεφτήκαμε σαν καλοί φίλοι που ήμασταν να πάμε στην Δράμα.
Στο τραίνο λεφτά δεν δίναμε, ούτε στο πλοίο σαν πρόσφυγες που ήμασταν. Στην Δράμα και εκεί δεν πήγε καλά η δουλειά. Πήγα σε ένα φούρνο μόνο για ψωμί. Δούλεψα έξι μέρες και με έδιωξε. Πήγα πάλι στην Καβάλα. Εκεί άνοιξαν οι δουλειές.
Έκαναν οχυρά στα βουνά της Καβάλας. Θέλαμε να κοιμηθούμε σε κανένα χάνι αλλά δεν είχαμε λεφτά. Στον δρόμο που βαδίζαμε ανταμώσαμε έναν από την Ανδριανούπολη. Αυτός γνώριζε καλά τα τούρκικα. Συνεννοηθήκαμε να πάμε σε κανένα χωριό τουρκικό γιατί είναι χειμώνας, να μας δώσουν να φάμε. Πήγαμε στο χωριό στο σημερινό Αδρανίτσι. Μας έφεραν πολλά φαγητά. Το πρωί φύγαμε και πήγαμε στην Καβάλα. Εκεί είχανε συσσίτια. Έδινες δύο δεκάρες και έτρωγες όσο να χορτάσεις. Και έτσι ήλθαν όλα βολικά. Το απόγευμα πήγαμε στην παλιά Καβάλα, εκεί γράφτηκα εργάτης. Τρεις δραχμές τη μέρα. Εκεί κοιμόταν όλοι σε σκηνές. Ρούχα είχα ένα τσουβάλι, με ρίξανε σε μια σκηνή. Είχε μέσα και δύο χωριανούς και χάρηκα.
Αλλά τουναντίον οι χωριανοί με έδιωξαν γιατί ήταν και ένας επιστάτης μαζί. Με βάλανε σε μια σκηνή όπου όλοι ήτανε σαν ξένοι αλλά καλοί άνθρωποι.
Χωριανοί ήτανε ο Στέφανος Πιπέρης και ο Γεώργιος Κουτρού. Όταν σχολάγαμε από την δουλειά ανάβαμε μια καλή φωτιά και μετά την παίρναμε μέσα στην σκηνή. Και έτσι κοιμόμασταν. Στρώμα από ξερά χόρτα και σκέπασμα ένα τσουβάλι. Δουλέψαμε τον χειμώνα, μας πλήρωσαν το καλοκαίρι. Ύστερα πήρα ένα πάπλωμα και ρούχα.
Το καλοκαίρι πήγα σε καλύτερη δουλειά στο ίδιο έργο. Πήγα καραγωγέας. Έπαιρνα
4 δραχμές. Εκεί γνώρισα έναν επιστάτη έναν καλό άνθρωπο. Ήταν από τα μέρη μας από την Θράκη, από το χωριό Αλμαλί. Αλλά αρρώστησα από θέρμη. Μια μέρα καλά,
μια μέρα άρρωστος. Αλλά το μεροκάματο το έγραφε. Μετά έφυγα και πήγα στην Ίμβρο. Εκεί ήταν Άγγλοι και βομβάρδιζαν το Τσανάκαλε. Ήθελα να πάω στο χωριό πρώτα και να δουλέψω στους Άγγλους αλλά δεν με κράτησαν επειδή ήμουν κίτρινος από την θέρμη. Εκεί αντάμωσα πολλούς χωριανούς και τον ξάδελφο μου τον Παναγιώτη Θεοδόση. Άλλοι κάθισαν 10 μέρες. Ήταν πολύ ωραίο νησί, είχα και λεφτά. Μετά πήγαμε πίσω στην Καβάλα μαζί με δύο άλλους χωριανούς τον Γιώργο Χατζάρα και τον Θόδωρο Ματσίκα. Ο Χατζάρας δεν είχε δεκάρα. Ο Θεόδωρος είχε δέκα λίρες. Στο ίδιο οχυρό η αστυνομία δεν μας άφησε να πάμε. Μας έβγαλε η αστυνομία έξω από την Καβάλα σε ένα έργο. Δουλέψαμε δέκα μέρες. Ύστερα πήγαμε στο Άγιο Όρος με τα τσουβαλάκια στην πλάτη για να ξεχειμωνιάσουμε. Φτάσαμε στον Σταυρό. Ανταμώσαμε πενήντα εργάτες που ερχόταν από το Άγιο Όρος. Τους είχαν οι καλόγεροι. Καθίσαμε δυο μέρες στον Σταυρό. Βρήκα δουλειά σε ένα καΐκι να φορτώσουμε ξυλοκάρβουνα. Εικοσιπέντε δραχμές την ημέρα. Ο Χατζάρας ήταν άρρωστος. Πήρα πενήντα δραχμές. Δίνω τις είκοσι πέντε στον Χατζάρα και ένα ψωμί και χωρίσαμε. Αυτός πήγε στο Όρος και εμείς πίσω στην Καβάλα. Στο δρόμο περάσαμε από το χωριό του Καραμανλή. Καθίσαμε δυο μέρες για να βρούμε δουλειά στα καπνά. Βρήκαμε μόνο μία μέρα. Δουλέψαμε και εγώ πήρα μιάμιση δραχμή. Θυμάμαι ήταν δεκαπενταύγουστο και το αμπέλι δεν είχε σταφύλια. Για φαί μας έφερνε ο νοικοκύρης πικρές ελιές και πιπεριές.

Το βράδυ πήγαμε στο σπίτι, φάγαμε φασόλια με σαμόλαδο. Μας κέρασε κι από ένα ούζο κι από μια φέτα ψωμί. Εκεί θυμήθηκα το σπίτι μας και έκλαψα. Θυμήθηκα τον πατέρα μου όταν έπαιρνε έναν εργάτη και ήθελε να τον ευχαριστήσει με ψωμί και με φαγί. Την Τρίτη μέρα φύγαμε. Στον δρόμο έπιασε θέρμη τον Θόδωρο Ματσίκα. Καθίσαμε σε μια βρύση ωσότου να φύγει ο πυρετός. Την άλλη μέρα φτάσαμε στην Καβάλα. Πήγαμε στα έργα πάλι, αλλά όχι στα ίδια, σε άλλα γιατί ντρεπόμουνα.
Εκεί τον έπιασε πάλι θέρμη και έφυγε στην Καβάλα. Έμεινα μόνος, με έπιασε και μένα θέρμη. Δεν είχα κανέναν να μου δώσει λίγο νερό να βρέξω τα χείλη μου. Αναγκάστηκα να πάω στο παλιό έργο. Εκεί είχα πολλούς γνωστούς και φίλους και επιστάτες και μούδωσαν δουλειά και ημερομίσθιο καλό, τέσσερις δραχμές την ημέρα.
Κανένας δεν έπαιρνε αυτό το ημερομίσθιο. Αλλά η θέρμη εξακολουθεί. Μια μέρα καλά μια μέρα άρρωστος. Αλλά ο φίλος πατριώτης από το Αϊβαλή, επιστάτης, με τα έγραφε τα μεροκάματα μου. Πήρα καλά λεφτά, αλλά έγιναν τα γεγονότα με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο. Τα έργα παραδόθηκαν στους Βούλγαρους. Οι εργάτες όλοι έφυγαν γιατί είχαν οικογένειες. Στο έργο δούλευαν τριακόσιοι εργάτες. Μείναμε τέσσερις – πέντε που δεν είχαμε οικογένεια. Σε λίγο μας φώναξε ο αξιωματικός να μαζέψουμε τα εργαλεία και να τα παραδώσουμε στους Βούλγαρους
και μετά θα κατεβαίναμε στην Καβάλα όπου θα μας πλήρωνε. Έτσι κι έγινε και πληρωθήκαμε με το παραπάνω. Περάσαμε μαζί με τον λοχαγό, αλλά η Καβάλα ήταν αναστατωμένη. Το τέταρτο Σώμα φεύγει στην Δράμα, ο κόσμος δεν ξέρει τι να κάνει.
Ψωμί δεν είχε. Τα τρόφιμα είναι πολλά και άφθονα. Εμείς είχαμε ψωμί, πήραμε κρέας και μια πήλινη τσανάκα. Βάλαμε το κρέας στον φούρνο και φάγαμε καλά.
Ο Βενιζέλος κήρυξε την άμυνα στην Θάσο. Πήγαμε στην παραλία για να φύγουμε στην Θάσο. Βλέπουμε έναν παπά Γάλλο στο πλοίο και δεν μας αφήνει να μπούμε μέσα. Θα έπρεπε να γραφτούμε εθελοντές για την άμυνα και έτσι γραφτήκαμε. Μόλις φτάσαμε στην Θάσο, μας περιλάβανε οι Γάλλοι. Μας έδωσαν κρέας, κονσέρβες και ψωμί και μας άφησαν ελεύθερους. Πήραμε τα ρούχα μας – το τσουβάλι που είχαμε – αυτό ήταν το μπαούλο μας η βαλίτσα μας και πήγαμε σε έναν ελαιώνα. Είχε και ένα άγαλμα που το έλεγαν αρκούδα. Δεν μας ζήτησε κανένας. Ένα βράδυ έρχεται ένα μικρό εγγλέζικο βαποράκι και ζητούσε εργάτες. Γραφτήκαμε και πήγαμε στον Σταυρό. Είχα έναν φίλο στην ηλικία μου από το Γενίκιο Καλλίπολης. Αυτός ήθελε να πάμε εθελοντές στρατιώτες. Εγώ έχω θέρμη. Πήγα στο αγγλικό νοσοκομείο με έστειλαν στον Σταυρό. Καθίσαμε ένα μήνα. Περνούσαμε καλά. Με άφησε και η ελονοσία. Αυτός πήγε εθελοντής. Έμαθα όταν πήγα στο χωριό ότι σκοτώθηκε.
Τώρα έγινε η αλλαγή. Το μεροκάματο έγινε δύο δραχμές και δουλεύαμε καλά. Ξεφορτώναμε εφόδια του στρατού από τα πλοία. Το πρωί πριν δουλέψεις έπρεπε να πάρεις μια κουταλιά κινίνο. Μετά από την δουλειά πήγαινες σε λουτρό. Κλέβαμε πολλά τρόφιμα από το πλοίο που ξεφορτώναμε. Καθαριότητα μεγάλη. Εκεί έκανα ένα χρόνο. Γνώρισα έναν χωριανό τον Χριστόδουλο Μπιτζίκα, καλό παιδί με αγαπούσε. Μετά από ένα χρόνο μαλώσαμε με τον επιστάτη και έφυγα χωρίς να με διώξει. Έτσι ήθελα να κατέβω στην Θεσσαλονίκη. Γίναμε παρέα. Ένας Μακεδόνας, ένας Μικρασιάτης, ένας Ηπειρώτης και ένας Θρακιώτης (εγώ) και φύγαμε. Περάσαμε την Αρναία, τότε δημόσιο δρόμο δεν είχε, χωματόδρομος ήταν. Φτάσαμε στον Άγιο Πρόδρομο και μείναμε στο ξενοδοχείο. Την άλλη μέρα φύγαμε για την Γαλάτιστα. Εκεί έμαθα ότι κάηκε η Θεσσαλονίκη. Καθίσαμε δυο μέρες γιατί δεν είχαμε ούτε πιστοποιητικό, ούτε ταυτότητα. Την Τρίτη μέρα ξεκινήσαμε το μεσημέρι, φτάσαμε στα Βασιλικά. Οι δυο πήγαν και παραδόθηκαν στην αστυνομία. Μείναμε εγώ και ο Μικρασιάτης. Φτάσαμε στην Πυλαία (Καμπουτζίδα) το βράδυ. Την άλλη μέρα μπήκαμε στην Θεσσαλονίκη. Ακόμα είχε φωτιές σε μερικά σπίτια. Τρομάξαμε να βρούμε ξενοδοχείο. Μείναμε στον Βαρδάρη στο πανδοχείο Κορυτσά.
Καθίσαμε είκοσι μέρες, δουλειά δεν είχαμε και τα λεφτά τελειώσανε. Μάθαμε ότι είχε ένα γραφείο αγγλικό και ζητούσε εργάτες. Πήγαμε γραφτήκαμε και μας έστειλαν στο 60,5 χλμ Σερρών αλλά η δουλειά άλλαξε. Είναι βαριά στο δρόμο να ξηλώνεις πέτρες. Ούτε μπορώ να φύγω γιατί τα πράγματα είναι άγνωστα. Εκεί βρήκα και δυο χωριανούς. Για καλή μου τύχη, μια μέρα με πήρε ένας Άγγλος στρατιώτης και με πήγε σε μια κουζίνα αξιωματικού. Εκεί ήταν τρεις στρατιώτες, τρεις αξιωματικοί, ένας μάγειρας και εγώ βοηθός. Κι έτσι πέρασα καλά. Ο φίλος μου έφυγε και πήγε στο Σταυρό. Μέχρι σήμερα είναι εκεί. Εκεί έμαθα και λίγα αγγλικά. Το βράδυ πήγαινα και κοιμόμουν στον καταυλισμό των Ελλήνων. Αργότερα ήλθανε στρατιώτες τραυματίες πολέμου και μας διώξανε. Πήγα εργάτης στους δρόμους. Δεν δούλεψα πολύ καιρό, έσπασε το μέτωπο και φύγαμε. Μας πήγαν οι Άγγλοι στη Δοϊράνη και κάθισα δυο μέρες, μετά πήγαμε στην Σερβία (Στράβιντσα) εκεί δουλέψαμε πέντε μέρες. Μετά φύγαμε με τα αγγλικά στρατιωτικά αυτοκίνητα. Περάσαμε από την Θεσσαλονίκη. Όταν πήγαμε στις Σέρρες, ήταν όλα καμμένα από τους Βούλγαρους. Καθίσαμε εκεί δυο μέρες καθαρίζοντας τους δρόμους. Εκεί αντάμωσα τον Αντώνη Χοντζέλη. Του δώρισα ένα πουκάμισο χακί αγγλικό. Ήταν δεκανέας του ελληνικού στρατού. Μετά φύγαμε στην Καβάλα. Μόνο μια μέρα μείναμε. Από την Καβάλα φύγαμε στην Ξάνθη, εικοσιπέντε εργάτες, τρεις στρατιώτες και ένας αξιωματικός επιστάτης. Εκεί μείναμε δεκαπέντε μέρες χωρίς δουλειά. Οι Βούλγαροι ήταν ακόμη στην Ξάνθη. Οι σύμμαχοι στη Σόφια. Στρατός και αστυνομία κάνανε γυμνάσια.
Εκεί μείναμε χωρίς δουλειά δύο μέρες. Οι Βούλγαροι ήταν νηστικοί. Τρώγανε ένα ψωμί μαύρο. Μόνο λαχανικά είχαν άφθονα. Τελείωσαν τα τσιγάρα μας. Κάναμε παράπονα στον Άγγλο αξιωματικό μας. Αυτός φρόντισε και μας δώρισαν δυο δέματα καπνό. Πήγαμε και τα κόψαμε στο χαβάνι και τα μοιραστήκαμε. Τότε κατέβαιναν όμηροι από την Βουλγαρία, πρόσφυγες της ανατολικής Μακεδονίας. Μια κοπέλα είχε παντρευτεί επιλοχία Βούλγαρο. Μόλις νικήθηκε η Γερμανία έφυγε μαζί με τους πρόσφυγες για να έρθει στην Ελλάδα γιατί ήταν Ελληνίδα. Η πείνα την ανάγκασε να τον πάρει. Έφυγε το τραίνο για την Ξάνθη, σταμάτησε στην Ξάνθη. Ο άνδρας της την έψαξε στο σπίτι μα δεν τη βρήκε, πήρε το επόμενο τραίνο και την πρόλαβε. Με δυσκολία αυτή φωνάζει. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος, πήγαμε και εμείς. Διώξαμε τον Βούλγαρο. Επενέβη η Βουλγάρικη αστυνομία και ήλθε ο Άγγλος αξιωματικός και μας διέλυσε. Ειδοποίησε την μητέρα της στην Ξάνθη και την πήρε. Κατασκηνώσαμε δυο χιλιόμετρα έξω από την Ξάνθη. Μια μέρα λέει ο επιστάτης να πάω στην πόλη και να ψωνίσω ντομάτες, πατάτες και να πουλήσω ορισμένα πράγματα όπως ζάχαρη κ.λ.π. Ψωνίζω τα πράγματα μα δε μιλώ ελληνικά, κάνω τον Εγγλέζο.
Στον δρόμο έφτασα ένα παιδί, Τουρκάκι με το γάιδαρο του. Τον κατεβάζω και ανεβαίνω εγώ. Αυτό πεινούσε. Μου μιλάει τουρκικά εγώ αγγλικά. Του δίνω ένα κυδώνι και ευχαριστήθηκε. Στον δρόμο συναντήσαμε έναν στρατιώτη Βούλγαρο με δυο αιχμαλώτους που είχαν τα χέρια δεμένα. Προσπάθησε να με κατεβάσει από τον γάιδαρο, σήκωσε το όπλο του να με χτυπήσει μα εγώ του μίλησα στα αγγλικά και ο Τούρκος με χαιρέτησε και έφυγε.
Πήγαμε στον Νέστο και καθίσαμε πέντε μέρες. Μετά φύγαμε και κατασκηνώσαμε ανάμεσα Δοξάτο και Δράμα. Εκεί μαζευτήκαμε μέχρι και πέντε χιλιάδες εργάτες. Ήρθαν και μας παραλάβανε εκατόν πενήντα αγγλικά στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ξεκινήσαμε από τα βουνά της Δράμας. Μια βραδιά μείναμε στο όχημα. Το πρωί φύγαμε για την Θεσσαλονίκη μετά μας χωρίσαμε και πήγαμε στο Μπέξιναρ. Εκεί δουλέψαμε στην σκάλα ένα μήνα. Μετά τελείωσε η δουλειά, εμείς μείναμε λίγο. Μας κάνανε φύλακες, μας έδωσαν όπλα καλά. Έπειτα έφυγαν οι Άγγλοι από την Θεσσαλονίκη γιατί τελείωσε ο πόλεμος. Μας παρέδωσαν στον ελληνικό στρατό. Πέρασα από Επιτροπή. Δεν είχα απολυθεί. Υπηρέτησα έξι μήνες. Κατοίκησα στην Τούμπα. Εκεί είχε όλο Βουλγαρόφωνους. Γιατί ο ελληνικός στρατός ήταν στην Σμύρνη. Μόνο οι δεκανείς και οι λοχίες ήξεραν ελληνικά. Χωρίς να με γυμνάσουν με στείλανε φρουρά στις νέες φυλακές.

Όταν πήγα στη φυλακή με είπε ο δεκανέας: Εσύ δεν θα φυλάξεις σκοπός, θα σε έχω βοηθό γιατί αυτοί δεν ξέρουν καλά ελληνικά. Τη νύχτα θα δεχτούμε την έφοδο. Του λέω: «Δεν ξέρω». «Θα σου κάνω εγώ τα μαθήματα» μου απάντησε. Όταν τελείωσε η υπηρεσία και άλλαξε η φρουρά, ο δεκανέας έμεινε. Τότε πήρα τη φρουρά και πήγαμε στην Τούμπα, ως αρχιφύλακας εγώ. Είχαμε από μια κουβέρτα κουλούρα στον ώμο. Ήμουν τριών ημερών στρατιώτης. Όταν φτάσαμε στο Σύνταγμα, μας είδε ο διοικητής. Μας σταμάτησε και ρώτησε: «Ποιος είναι ο επικεφαλής;» «Εγώ, του είπα»
«Και γιατί δεν πηγαίνετε στην γραμμή;» «Είμαστε νέοι και δεν ξέρουμε» του είπαμε.
Με τιμώρησε με 10 μέρες φυλακή. Μετά με στείλανε στην οδό Μητροπόλεως όπου ήτανε αποθήκη με πετροκάρβουνα. Είχα έναν δεκανέα από τον Πολύγυρο και τρεις άλλους στρατιώτες βουλγαρόφωνους. Ούτε φύλαγα σκοπός.
Από εκεί πήρα το απολυτήριο. Σάββατο πήρα το απολυτήριο, Κυριακή έγιναν οι εκλογές του 1920. Κέρδισε ο Γούναρης. Εκείνη τη βραδιά σπάσανε τα καλύτερα καταστήματα. Υπήρχε στον Λευκό Πύργο ένα ζαχαροπλαστείο, το μεγαλύτερο. Το σπάσανε και το κλέψανε. Τώρα είμαι πολίτης. Κοιτάζω να βρω καμιά δουλειά. Δεν μπόρεσα. Πήρα το τραίνο να πάω στην πατρίδα, αλλά δεν ξέρω σε ποιο σταθμό να κατέβω. Ρώτησα έναν Θρακιώτη και μου είπε για την Ραιδεστό στο σταθμό Μοδατηλή και έπειτα θα βαδίσεις 2 ώρες και θα φτάσεις στη Ραιδεστό. Έτσι πήγα.
Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα του Νοέμβρη. Πήγα σε ένα χάνι να μείνω. Με λέει ο χανιτζής ότι έχει πλοίο για την Καλλίπολη. Φεύγω πάω στην σκάλα, βρίσκω το πλοίο μικρό, μπήκα μέσα, ούτε πλήρωσα και φύγαμε στην Καλλίπολη. Φτάσαμε ή ώρα δώδεκα τη νύχτα. Την ημέρα ήλθε στην Καλλίπολη μια στρατιά από Ρώσους που ήταν αντίθετοι στον κομμουνισμό. Τώρα δεν ξέρω που να πάω. Είναι κατεστραμμένη η Καλλίπολη από τον πόλεμο. Βαδίζω μόνος μέσα στην αγορά να βρω κανένα χάνι γνωστό από τα παλιά. Στην αγορά βρίσκω τρεις χωριάτες
Που αγοράζανε ρούχα από τους Ρώσους. Τους ρώτησα για τα χάνια και μου είπανε για το Παζάργυρι. Εκεί έχει χάνι. Πήγα, δεν βρήκα νύχτα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι Ρώσους και μαύρος Γάλλους γιατί ήτανε κατοχή Γαλλικιά. Πήρα το δρόμο να φύγω.
Τη νύχτα γυρίζω πίσω μου και κοιτάζω. Βλέπω σε ένα καφενείο να κάθεται ένας πολίτης. Το καφενείο είναι γεμάτο Ρώσους. Μπαίνω μέσα και λέω στον καφετζή να μείνω εκεί. Μου λέει δεν έχει μέρος. Του λέω, μια καρέκλα να ξημερωθώ. Μου λέει τότε ότι επάνω υπάρχουν δωμάτια με Ρώσους αξιωματικούς. Αν σε δεχτούνε θα πας να κοιμηθείς. Με δέχτηκαν. Το πρωί σηκώθηκα, έκανα μια βόλτα στην αγορά και έφαγα μπουγάτσα που ήταν περίφημη. Μετά έφυγα για το χωριό. Είδα τον Χρυσάφη τον ξάδερφο μου και πήγε το μήνυμα στην μάνα μου. Η μάνα μου δεν με γνώρισε γιατί έφυγα μικρός και τώρα που μεγάλωσα δεν με γνώρισε. Αυτά που γράφω αρχίζουν από το 1905 και τελειώνουν το 1920.

Στο χωριό που πήγα, βρήκα το σπίτι μας σε ελεεινή κατάσταση. Την αδελφή μου την Φανούλα δεν την γνώρισα γιατί είχε γεννηθεί όταν έφυγα. Όλοι ζούσαμε σε μια κάμαρα με αποθήκη δημητριακών. Ο στάβλος ήταν ξεχωριστός. Ο πατέρας μου είχε τρεις βουβάλες και μια αγελάδα. Σιγά-σιγά αρχίζω να δουλεύω στην γεωργία. Εκεί πήγα κατά το τέλος του Νοέμβρη. Αρχές του Μάρτη έγινε η επιστράτευση. Εγώ τώρα είμαι γυμνασμένος. Έχω απολυτήριο στρατού. Διασκεδάσαμε όλοι οι επιστρατευμένοι. Την άλλη μέρα πήγαμε στην Ραιδεστό. Τους αγύμναστους τους έστειλαν στην Θεσσαλονίκη. Εγώ έμεινα στην Ραιδεστό, στο 15ο σύνταγμα. Καθίσαμε 50 μέρες. Μετά μας πήγανε στο Καβάκι, στον Μέλα ποταμό. Από κει αρχίζει η χερσόνησος που είναι όλη υπό γαλλική κατοχή και ελληνική διοίκηση.
Μια μέρα θέλησα να πάω στο χωριό αλλά δεν μούδωσαν άδεια. Ο επιλοχίας μου είπε:
«φύγε και σε καλύπτω εγώ, μα θα μου φέρεις δώρο ένα ζευγάρι ρωσικές κνημίδες».
Του είπα ότι θα του φέρω και έτσι έφυγα. Όταν γύρισα δεν του έφερα δώρο του επιλοχία και δεν τα είχαμε καλά. Γίνεται μια αποστολή στην Μικρά Ασία. Με έβγαλε πρώτο μαζί με τον ξάδερφο μου τον Χρυσάφη. Πήγαμε στη Ραιδεστό. Εκεί σχηματίσαμε το 46ο σύνταγμα. Μας κάνει προσκλητήριο ένας Κρητικός λοχίας λεβέντης. Μας μίλησε και μας είπε: «Αν θέλει κανείς να πάει με τα μεταγωγικά, να βγει έξω». Ο ξάδερφος μου ο Χρυσάφης βγήκε. Μου είπε να βγω και εγώ μα δεν δέχτηκα και έτσι χωρίσαμε. Αυτός πήγε στα μεταγωγικά της Μεραρχίας. Τώρα φεύγουμε στη Σμύρνη με το πλοίο. Όταν φτάσαμε στην Σμύρνη, μας πήγαν σε ένα προάστειο που το λέγανε Μπουτζά. Καθίσαμε τρεις μέρες. Πήρα άδεια και κατέβηκα στη Σμύρνη. Εκεί ήταν ο ξάδερφος μου ο Κοτζάς, ο Ασημής και η αδερφή του Ζαφειρώ. Με φιλοξένησαν πάρα πολύ.
Τώρα φεύγουμε με το τραίνο για το Αϊδίνι. Κατεβήκαμε στον Εβροποταμό σε ένα σταθμό Ορτάντζα. Όταν κατεβαίναμε από το τραίνο μας πυροβολούσαν οι Τούρκοι, αλλά δεν μας έφταναν οι σφαίρες. Καθίσαμε πέντε μέρες εκεί. Μας χωρίσανε σε ειδικότητες. Εγώ φροντιστής στο οπλοπολυβόλο. Τώρα φεύγουμε. Βάστα ποδαράκια για την Άγκυρα. Όλη την ημέρα ανεβαίναμε ένα βουνό και την άλλη το κατεβαίναμε. Φεύγουμε στο Οσάκ. Αυτού ήταν η συνθήκη των Σεβρών. Τώρα μπαίνουμε σε τουρκικό έδαφος. Βαδίζουμε για το Αφιόν Καραχισάρ. Το Σύνταγμα δεν έριξε ούτε μια σφαίρα. Το κατέλαβε το 14ο σύνταγμα της Μεραρχίας. Η Μεραρχία έχει τρία συντάγματα. Το 46ο, 41ο και 14ο. Τώρα βαδίζουμε για το Εσκί Σεχίρ, τέσσερις μέρες πορεία. Βαδίζουμε σε μια χαράδρα όλη η Μεραρχία και δεν μπορέσαμε να περάσουμε, ήταν δασωμένη. Τα βράδια πήγα φυλάκιο μέσα στο δάσος. Το πρωί φύγαμε δίχως ψωμί και νερό μέσα στα βουνά. Πέφτουν οι στρατιώτες από την δίψα. Ιούλιος μήνας. Μα λένε οι αξιωματικοί, ώρα τρεις το βράδυ. Θα βρούμε ποτάμι. Και πραγματικά το βρήκαμε. Εκεί καθίσαμε και μας δώσανε από μια μερίδα κρέας βρασμένο από την πρώτη μέρα. Ρωτάμε τον λοχία αν θα καθίσουμε εδώ για να ξεκουραστούμε γιατί μετά από μια ώρα θα δώσουμε μάχη. Ανεβήκαμε το βουνό αλλά δεν βρήκαμε μάχη. Βρήκαμε ένα χωριό με λίγα σπίτια και χιλιάδες πρόβατα. Μας διατάξανε κάθε λόχος να σφάξει από 5 πρόβατα. Αλλά έγιναν παρέες. Εμείς οι τρεις σφάξαμε ένα. Ξύλα πολλά, νερά καλά. Το ψήσαμε στη σούβλα, αλλά δεν ψήθηκε καλά και πολλοί το πετάξανε. Την ουρά του πάχους την έβαλα στο σακίδιο. Την άλλη μέρα φεύγουμε. Ο λόχος μας ήταν οπισθοφυλακή. Με έπιασε μια αδιαθεσία. Έρχεται διαταγή να πάω εμπροσθοφυλακή τροχάδην. Αλλά εγώ δεν μπορούσα. Ευτυχώς οι Τούρκοι έφυγαν και άφησαν δεκαπέντε κανόνια. Εκεί σταματήσαμε μια μέρα. Τα ο πρωί ήταν μια διλοχία μηχανικών. Αυτή είχε όλα τα εφόδια. Είχε και τσάι. Έβρασα το τσάι στην καραβάνα μου, το ήπια και έγινα καλά.
Το 14ο σύνταγμα διαλύθηκε από τους Τούρκους. Ο ξάδερφος μου ο Χρυσάφης ακολουθούσε ένα νοσοκομείο. Στο άλογο του είχε εργαλεία, τα πέταξε, ανέβηκε στο άλογο και περνάει από την διλοχία που έπινα τσάι. Την άλλη μέρα φεύγουμε για να καταλάβουμε το Εσκί Σεχίρ. Πρώτη φορά θα μπω στην μάχη. Ακροβολιστήκαμε αλλά δεν μας αφήνουνε να ρίξουμε με το όπλο. Ήταν τρεις-τέσσερις μα έφυγαν και έτσι καταλάβαμε το ύψωμα. Το αριστερό είχε καλή βάση. Πέφτανε κανονιές, ήταν το 14ο σύνταγμα, έπεσε το Εσκί Σεχίρ. Μπήκανε όλες οι Μεραρχίες, ένας κάμπος απέραντος. Εκεί στο ύψωμα καθίσαμε δύο μέρες. Ψωμί δεν είχα. Έχω να φάω πολλές μέρες. Κρέας όσο θέλεις. Σφάξε ένα βόδι και φάτο.
Στο ύψωμα από κάτω υπήρχε ένα τούρκικο χωριό. Σηκώσαμε λευκή σημαία. Δεν μας άφηναν να πάμε. Ήμασταν τρεις φίλοι, ένας Θεσσαλονικιός, ένας από το Λιβάδι και ένας εγώ. Ο Θεσσαλονικιός ήταν κυνηγός, αυτός ήξερε να γδέρνει τα κατσίκια. Συνεννοηθήκαμε και οι τρεις. Ο ένας έσφαξε το κατσίκι, εμείς οι δυο θα πηγαίναμε στο χωριό να πάρουμε ψωμί. Ο Λιβαδιώτης ήτανε οπλοπολυβολιτής. Εγώ προμηθευτής. Δεν είχα όπλο, είχα πιστόλι όπως οι αξιωματικοί με εξάρτηση. Είπα στον Λιβαδιώτη ότι εγώ θα γίνω τον αξιωματικό. Εσύ θα έρχεσαι πίσω μου πέντε βήματα και έτσι θα μπούμε στο χωριό. Μπαίνουμε στο χωριό και βλέπουμε 50-60 Τούρκους στο τζαμί. Έρχονται μας καλωσορίζουν. Τους λέω: «Εκμέκ» (ψωμί). Μας οδηγούν σε έναν φούρνο γιατί κατάλαβαν ότι είμαστε νηστικοί. Μας έδωσαν δύο. Οι Τουρκάλες μας είπαν να μην τις πειράξουμε, τις απάντησα ότι και εμείς έχουμε αδελφές. Πάμε σε ένα σπίτι και μας δίνουν άλλα δυο ψωμιά. Τα κάναμε τέσσερα.
Αυτοί έχουν πάρα πολλά μελίσσια ολόγυρα στα σπίτια, μέσα στα κούτσουρα αντί για κυψέλες. Ο Λιβαδιώτης ήξερε από μελίσσια. Παίρνει μια ξερή κοπριά, την ανάβει, καπνίστηκαν τα μελίσσια και παίρνει το μέλι μέσα σε ένα μπακίρι και έτσι ευτυχισμένοι κάναμε πίτες με μέλι. Τώρα φεύγουμε ανενόχλητοι για τον λόχο.
Μας λέει εκεί ο ανθυπολοχαγός ότι θα μας περάσουν στρατοδικείο γιατί πήγαμε κρυφά στο χωριό. Βλέπει όμως το μέλι και λέει ότι θα μας το πάρει για τον λόχο. Εμείς του απαντήσαμε ότι θα πάρουμε μια καραβάνα και το υπόλοιπο να ήταν δικό τους. Τους δώσαμε και ένα ψωμί και έληξε το περιστατικό.
Ο Θεσσαλονικιός έσφαξε ένα κατσίκι, το έβρασε στο καζάνι του λόχου και φάγαμε πλουσιοπάροχα. Μετά από δυο μέρες πήγαμε στο Εσκί Σεχίρ και καθίσαμε 12 μέρες.
Ήρθε ο Γούναρης και ο βασιλιά Κωνσταντίνος. Ο Γούναρης είπε ότι το έργο δεν τελείωσε. Μετά φύγαμε τετρακόσια χιλιόμετρα χωρίς να ρίξουμε μια σφαίρα. Ψωμί δεν είχαμε. Μαζεύαμε στάρι, το βράζαμε και το τρώγαμε. Φτάσαμε στου Αστραντίν Χότζα το χωριό. Είχε άσπρα πατζάρια και τα τρώγαμε άβραστα. Μας είπαν να τα βράζουμε γιατί θα μας έπιανε πονόκοιλος. Εκεί είναι και ο Σαγγάριος ποταμός. Βαδίζουμε για την αλμυρά έρημο. Επιτέλους, μετά από μέρες φτάσαμε. Σκαλίζαμε το χώμα και κάναμε λακκούβες για να βρούμε λίγο νερό για να πιούμε αλλά δεν βρίσκαμε. Την άλλη μέρα φτάσαμε στα οχυρά του Κεμάλ. Το βουνό αυτό το έλεγαν Ταμπούρογλου. Ήταν πολύ ψηλό. Από τα πεδινά πολυβόλα δεν έφτανε κανένα. Εκεί καταστράφηκε ένα σύνταγμα. Δεν θυμάμαι όμως ποιο ήταν, πάντως ήταν από άλλη Μεραρχία. Εμείς είμαστε εφεδρεία. Αναλάβαμε κατά τις πέντε το απόγευμα. Το σύνταγμα καταστράφηκε, τα πτώματα ήταν σκορπισμένα όπως είναι τα δεμάτια πεταμένα στο χωράφι. Ο λοχαγός μας τραυματίστηκε. Σκοτώνεται ο ανθυπολοχαγός και πέντε στρατιώτες. Έμεινε ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. Νύχτωσε. Γυρεύαμε τον ταγματάρχη και δεν τον βρίσκαμε. Οπισθοχωρήσαμε εκατό μέτρα. Τον βρήκαμε σε μια λάκκα κρυμμένο.
Την άλλη μέρα βάλαμε όλα τα πολυβόλα και το κάναμε στάχτη το βουνό. Την επόμενη μέρα που φύγαμε, περάσαμε τον Γόρδιο Δεσμό που έκοψε ο Μέγας Αλέξανδρος. Μας το είπαν οι αξιωματικοί. Πήγαμε σε ένα βουνό γυμνό όχι και πολύ ψηλό. Εκεί έλαβε μέρος ο λόχος. Η διμοιρία μου ήταν εφεδρεία. Τα μεσάνυχτα ήρθε η διαταγή να πάμε για ενίσχυση και πήγαμε. Την νύχτα είχαν βγάλει από τα οχυρά τους Τούρκους. Την ημέρα μας έβαζε το τούρκικο πυροβολικό. Μπροστά από τα οχυρά ήταν ένας βράχος και δεν βλέπαμε καλά. Τότε μας λέει ο λοχίας να κάνουμε άλματα για να πάμε στον βράχο ώστε να έχουμε ορατότητα. Μόλις έφτασαν εκεί πεντέξι, βγαίνει ένα τούρκικο τάγμα και κάνει εξόρμηση. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Σκοτώθηκαν πάνω από εκατό δικοί μας και τραυματίστηκαν πολλοί. Εγώ και ένας λοχίας κάναμε λίγο αριστερά. Μας κυνηγούν οι Τούρκοι στα πενήντα μέτρα. Οι σφαίρες πέφτουνε βροχή. Ήταν δεκαπενταύγουστο και έγραψα μετά την σωτηρία μου στο χωριό να κάνουνε παράκληση οι δικοί μου.
Τον λοχία τον πλησίασε ένας Τούρκος να τον πιάσει ζωντανό, αλλά ψύχραιμα ο λοχίας τον σκότωσε. Ανέλαβε άλλη εφεδρεία και σταμάτησαν. Κατεβήκαμε σε μια χαράδρα, μαζέψαμε λίγα στάχια, τα φάγαμε και βάλαμε λίγο νερό στο στόμα μας να δροσιστούμε. Την άλλη μέρα φύγαμε. Βαδίζαμε όλη μέρα και την νύχτα πιάσαμε μάχη. Δεν διήρκεσε όμως πολύ. Φύγαν οι Τούρκοι. Εκεί καθίσαμε δυο μέρες δίχως φαί και νερό. Λίγο κρέας βραστό μας δώσανε. Την δεύτερη μέρα ανακαλύψαμε ένα χωριό ουδέτερο, δηλαδή δεν το είχαμε ούτε εμείς ούτε οι Τούρκοι. Έβγαλαν αγγαρεία να πάρουμε από κει νερό. Εγώ και ένας Κρητικός. Οι κάτοικοι είχαν φύγει στον Κεμάλ. Ψάξαμε για ψωμί αλλά δεν βρήκαμε. Μόνο ένα τουλούμι βούτυρο.
Φεύγουμε για τον λόχο μας. Μας βλέπει το τουρκικό πυροβολικό. Πάει και το νερό, πάει και το βούτυρο καθώς τρέχαμε να σωθούμε. Την Τρίτη ημέρα οπισθοχωρούμε. Συγκεντρωθήκαμε όλη η Μεραρχία. Μας είπαν να μη λύσουμε τους γυλιούς. Να βράσουμε στάρι και να φάμε. Όταν νύχτωσε καλά, αναλάβαμε. Βαδίζαμε χωρίς Τούρκο οδηγό. Ένας ανθυπασπιστής, Βλάχο τον ονομάζαμε εμείς οι στρατιώτες,
μας οδηγούσε στην αστροφεγγιά στην γέφυρα του ποταμού Σαγγάριου. Μας έριξαν σε μια χαράδρα να βαδίζουμε στα πλάγια, δηλαδή ούτε πάνω ούτε κάτω. Τώρα περνούμε από άλλη γέφυρα πολύ μεγάλη, με βάρκες. Μόλις περάσαμε την χαλάσαμε για να μην περάσουν οι Τούρκοι. Το σύνταγμα κάθισε δυο μέρες χωρίς ψωμί και νερό. Μας λέει ο λοχαγός: «Τώρα που θα φύγουμε θα περάσουμε από αμπέλια και θα φάμε σταφύλια». Πραγματικά βρήκαμε. Κάναμε στάση και χορτάσαμε την πείνα μας. Ακόμη ήταν άγουρα, με πόνεσε το στομάχι. Στον δρόμο καθώς προχωρούσαμε συνήλθα. Μπαίνουμε σε ένα χωριό με πολλές αμυγδαλιές και βρίσκουμε βούτυρο και μέλι. Στο τζαμί βρίσκουμε τσουρέκια ψωμί για τους Τσέτες και το κατασχέσαμε. Με βάλανε σκοπό να τα φυλάω. Εγώ έδινα σε όποιον γνωστό έβλεπα. Κατάλαβα ότι ήθελαν να τα φάνε οι αξιωματικοί. Ήρθε ένας αξιωματικός και με έδιωξε. Μερικοί φίλοι μου πήραν αυγά, τα τηγάνισαν και έτσι νοιώσαμε την γεύση του φαγητού. Τώρα θα βαδίσουμε τετρακόσια χιλιόμετρα για να φτάσουμε στο Αφιόν Καραχισάρ. Θα περάσουμε το Εσκί Σεχίρ που οι Έλληνες ονόμασαν Δωρήλιον. Μετά από πολλές μέρες φτάσαμε στο Αφιόν Καραχισάρ και καθίσαμε 15-16 μήνες. Κάναμε οχυρά, βάλαμε συρματοπλέγματα, καταφύγια όπου κοιμόμασταν κι από πάνω βάλαμε ξύλα με χώμα. Κοιμόμασταν πάνω σε χόρτα για στρώμα. Κάθε δυο μέρες τ’ αλλάζαμε γιατί σάπιζαν. Εκεί χορτάσαμε ψωμί και φαί. Κάναμε ένα μήνα στα φυλάκια και ένα μήνα εφεδρεία. Στα χωριά που κατεβαίναμε μέναμε στα τούρκικα σπίτια. Σε ένα δωμάτιο οι φαντάροι στο άλλο η τούρκικη οικογένεια.
Μια μέρα μας κάνει προσκλητήριο ο λοχίας και μας οδηγεί στον παπά του συντάγματος να μας εξομολογήσει. Εγώ δεν ένοιωθα χριστιανός. Έτρωγα και τη Μεγάλη Παρασκευή. Δεν ήθελα να εξομολογηθώ και να κοινωνήσω. Ήρθε ο λοχίας και με πήρε δια της βίας. Με πήρε και με ρώτησε αν έκανα κανένα κακό. Όχι του είπα, μόνο που έχω να κοινωνήσω επτά χρόνια. Αυτά γίνονται στις 10 Αυγούστου. Με διάβασε ευχή και έφυγε. 13 Αυγούστου σπάζει το Αφιόν Καραχισάρ. Πέφτουν βροχή τα κανόνια. Από το χωριό που μένουμε τα βλέπουμε γιατί είναι πεδινό. Είμαστε εν εφεδρεία. Έρχεται μια διαταγή να πάμε στα φυλάκια. Δεν ήταν και μακριά, περίπου μια ώρα. Εμείς νομίζαμε ότι πηγαίναμε για ενίσχυση. Όταν όμως φτάσαμε στα φυλάκια, δεν βρήκαμε κανέναν. Ούτε Τούρκο, όλοι είχαν φύγει.
Καθίσαμε μια ώρα και φύγαμε με τους γυλιούς. Ο παπάς του συντάγματος στέκεται σε μια άκρη και όποιος θέλει μεταλαβαίνει. Εγώ είπα με το νου μου: Ας κάνω το καθήκον μου. Πήγα και μετάλαβα. Μετά μια ώρα συγκεντρωθήκαμε όλο το σώμα και φεύγουμε. Βαδίζουμε μέσα στα βουνά. Ο τουρκικός στρατός βαδίζει στον δημόσιο δρόμο. Βλέπουμε ότι καίνε τα δικά μας πυροβόλα οι δικοί μας και προχωρούμε. Πέφτουν οι στρατιώτες από την πείνα, από την κούραση, κανείς δεν γυρίζει να τους δει. Τους αφήνουμε. Από τα πολλά φτάσαμε στο Τολού Μπορνάρ. Είναι μια λεκάνη δασωμένη. Εκεί ήταν τα παλιά σύνορα σύμφωνα με την συνθήκη των Σεβρών. Εκείνη τη νύχτα δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Τούρκοι μας πλησιάζουν, πυροβόλα, αυτοκίνητα, νοσοκομειακά, όλα ανακατωμένα.
Το πρωί που ξημέρωσε, χωρίσαμε. Ο λόχος μας πήρε μια διαταγή να ενισχύσει το Κερκάσι που ήταν μαζί με μας και να ανεβούμε σε ένα βουνό. Ρίξαμε λίγα όπλα και μας περικύκλωσαν οι Τούρκοι. Τα καταφέραμε να φύγουμε αφήνοντας δυο νεκρούς. Σερνόμαστε ξυπόλυτοι, με κουβέρτες-πανιά στα πόδια μας με τους Τούρκους να μας βάζουν. Φεύγουμε κατατρεγμένοι όπως σε ένα κοπάδι μπαίνει ο λύκος και ξαφνικά διαλύεται. Στον δρόμο, ήταν διαταγή, όποιος κουραστεί και καθίσει, να περάσει ο άλλος και να τον σηκώσει. Μετά από δυο μερόνυχτα πορείας εξαντλητικής, φτάσαμε στο Ουσάκ στη 1 τη νύχτα. Ξεκουραστήκαμε λίγο και στις 3-4 την ίδια νύχτα ο στρατηγός Τρικούπης, ο Μέραρχος Καλεδόπουλος με το επιτελείο τους ανέβηκαν τα άλογα τους και πήγαν και παραδόθηκαν στους Τσέτες. Εμείς ήμασταν μια ώρα μακριά από το Ουσάκ.
Τώρα φεύγουμε τη νύχτα. Κανείς δεν ξέρει που πηγαίνουμε. Κάθε δέκα λεπτά σταματάμε. Διαδόσεις πολλές. Πιάσαμε έναν Γάλλο κατάσκοπο. Άλλοι έλεγαν Ρώσο.
Διαδόσεις! Νηστικοί, δίχως νερό, ξυπόλυτοι…
Όταν ξημέρωσε σχεδόν είχαμε διαλυθεί. Μετά δυο μέρες φτάσαμε στις γραμμές του τραίνου στη Φιλαδέλφεια. Εκεί αντάμωσα τον Φώτη Γκούμα που ήταν στου Πλαστήρα το σύνταγμα. Ήταν αγγελιοφόρος με ένα άλογο καλό. Κάθισα να ξεκουραστώ σε ένα δέντρο. Με ρώτησε αν είναι και άλλοι πίσω. Του ζήτησα ψωμί
«δεν έχω» μου είπε. «Λίγο κασέρι έχω» μου είπε και μου το έδωσε. Επιτέλους φτάσαμε σε ένα σταθμό στο Ντουμπρούκ. Βρήκαμε ένα τσουβάλι αλεύρι. Βρήκαμε μια λαμαρίνα και μαζέψαμε ξύλα να κάνουμε ψωμί. Εκείνη την ώρα περνούσε και το τραίνο. Πρόσφυγες Αρμένιοι και τους μοιράσανε κουραμάνα. Πήραμε και εμείς. Δεν έχουμε φόβο από τους Τούρκους, φύγαμε μακριά. Ανεβήκαμε και μείς στο τραίνο. Φτάσαμε στα Φιλαδέλφεια. Το βράδυ πήγαμε και κοιμηθήκαμε στο αμερικάνικο προξενείο. Απέξω κυμάτιζε η αμερικάνικη σημαία. Το πρωί Τσέτες και Τσερκέτες, Τούρκοι που ήταν μαζί μας, λεηλάτησαν την πόλη. Πήγαμε και μείς. Σημείο συγκέντρωσης είχαμε το προξενείο. Πήραμε τσιγάρα, ψωμί και τα μοιραστήκαμε στο σημείο συγκέντρωσης. Φεύγουμε με τα πόδια όλη την ημέρα. Τα μεσάνυχτα φτάσαμε σε μια πόλη Σαλεχλί. Κοιμηθήκαμε μέσα στα αμπέλια. Το πρωί φάγαμε σουλτανιά σταφύλια. Μόλις βγήκε ο ήλιος ρίχνει δυο πυροβόλα ο Τούρκος πεχλιβάνης (Στρατηγός του Κεμάλ). Φεύγουν τραίνα, κάρα, γυναικόπαιδα, στρατιώτες. Όλοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Δεν μπορώ να σας περιγράψω. Νύχτωσε. Ήταν ένας σταθμός και είχε ένα ρεματάκι με νερό. Εκεί κοιμηθήκαμε ένα μπουλούκι, περίπου δέκα στρατιώτες. Συνεννοηθήκαμε όταν περάσει τραίνο να σηκωθούμε να φύγουμε. Ξυπνώ το πρωί, τους σκουντώ να φύγουμε αλλά αρνούνται. Τους αφήνω και φεύγω.
Παίρνω τον δρόμο και φεύγω με τα πόδια, φτάνω σ’ ένα σταθμό το Αχμετλί. Μονάχος χωρίς παρέα ανεβαίνω σε ένα τραίνο. Το πρωί είχα πυρετό. Νερό δεν είχα να βρέξω τα χείλη μου. Φτάσαμε στην πόλη Κασαμπά. Εκεί είχε φρουραρχείο. Μας είπαν να κατεβούμε μα κανείς δεν κατέβαινε. Μας βάζουν πυρά από το φρουραρχείο και σκοτώνονται δύο. Άλλοι βάζαν τα όπλα κάτω από τις ρόδες να καθίσουν και σκοτώνονταν. Το τραίνο είναι γεμάτο στρατιώτες και γυναικόπαιδα και ανάμεσα τους εγώ που νοιώθω μόνος. Τρέχουν ακάθαρτα νερά από τους βόθρους. Παίρνω λίγο νερό και βρέχω τα χείλη μου. Τη νύχτα φτάσαμε στην Μαγνησία. Πόσα βαγόνια και πόσες μηχανές ήταν και εγώ δεν ξέρω. Όλες γεμάτες. Το πρωί φτάσαμε στην Μενεμένη με τα περίφημα πεπόνια. Ήταν μια αμαξοστοιχία γεμάτη πεπόνια. Κατέβηκαν και την λεηλάτησαν. Εγώ δεν κατεβαίνω, έχω πυρετό. Μ’ έδωσε ένας φίλος ένα φιλί και δροσίστηκα. Το πρωί φτάσαμε στο Κορδελιό. Μας πήρε μια γυναίκα στο σπίτι της και μας έδωσε κασέρι και ψωμί. Εκεί ξεκουραστήκαμε.
Φεύγουμε… μπαίνουμε στην Σμύρνη. Αυτοί που είχαν ζώα πήγαν νωρίτερα. Βαδίζουμε στην Σμύρνη και βγήκαμε στην άλλη άκρη, δυτικά στα χωράφια. Πριν ξημερώσει ακόμα φωνάζουν να σηκωθούμε να πάμε στην σκάλα την Μπούντα. Βαδίζουμε ανατολικά. Ξημέρωσε. Ξυπόλυτος στα καλντερίμια με συναντά ένας Σμυρνιός και με δίνει ένα ζευγάρι παπούτσια καινούργια και πέντε δραχμές να ανέβω στο τραμ που το έσερναν άλογα. Πήγα μετά στην σκάλα. Κόσμος πολύς, στρατός, ήταν και ένα πλοίο που μπαίνανε μέσα φαντάροι. Ρώτησα έναν ανθυπολοχαγό ποιο σύνταγμα μπαίνει και μου λέει: «Βλάκα ακόμα σύνταγμα γυρεύεις;» Τότε μπήκα και εγώ. Τα πόδια μου είναι πρησμένα. Τα παπούτσια με σφίγγουν. Το πλοίο φεύγει γεμάτο στρατιώτες. Στη σκάλα έχει πολύ στρατό. Πλοία αγγλικά, γαλλικά αραγμένα. Κανείς δεν βγαίνει έξω. Τώρα φεύγουμε για το λιμάνι του Πειραιά και το πλοίο δεν έχει νερό για να πιούμε. Από την θάλασσα παίρνουμε και βρέχουμε τα χείλη μας. Όταν πλησιάσαμε έρχεται ένα αντιτορπιλικό και μας είπε να πάμε στον Πόρο. Ο καπετάνιος στρίβει για Πόρο. Οι παληοελλαδίτες φωνάζουν: Περαία! Έρχεται πολεμικό και μας οδηγεί στον Πόρο. Εκεί είναι η σχολή Ναυτικού. Έρχονται οι αξιωματικοί και μας λένε να αφήσουμε τον οπλισμό μας πάνω στο πλοίο. Έτσι κατεβαίνουμε άοπλοι. Εγώ έχω ένα πιστόλι και το κρύβω. Δεν το παραδίδω. Λησμόνησα να γράψω ότι τα καινούργια παπούτσια της Σμύρνης με σφίγγανε. Τα πόδια μου ήτανε πρησμένα. Μόλις αποκοιμήθηκα στο πλοίο μου τα κλέψανε. Στον Πόρο βγήκα ξυπόλυτος. Με βλέπει ένας ναύτης και μου δίνει τα άρβυλα του. Μένει εκείνος ξυπόλυτος. Εγώ του δώρισα το πιστόλι με δέκα σφαίρες. Μας φέρνουν μια βάρκα με νερό για να ξεδιψάσουμε και ένα τέταρτο κουραμάνα με ελιές να τις φάμε στο βουναλάκι, όχι μέσα στο νησί. Μόλις φάγαμε και σπάσαμε λίγες ψείρες, αφού ξεκουραστήκαμε, μαζευτήκαμε όλοι να μπούμε στο νησί τον Πόρο. Η θάλασσα χωρίζει με μια γεφυρούλα το νησί. Έχει και λίγα περιβόλια. Σπρώχνουμε τους ναύτες και μπαίνουμε μέσα από τα περιβόλια. Παίρνουμε συσσίτιο. Μια κουραμάνα και πιάτο ελιές. Διανομή μας κάνουν Τούρκοι αιχμάλωτοι.
Καθίσαμε δυο τρεις μέρες. Ένας φίλος από την Θράκη είχε 25 δραχμές και πίναμε από κανένα ούζο στο καφενείο. Οι γέροι φορούν φουστανέλα και κρατούν γκλίτσα. Τα λεφτά του φίλου μου τελείωσαν. Το πρωί ήρθε ένα πλοίο για τον Πειραιά. Μπαίνουμε μέσα απένταροι. Μέσα για καλή μου τύχη βρήκα 5 δραχμές. Βγήκαμε στον Πειραιά και πήγαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τηγάνιζαν σαρδέλες. Δίνω τις 5 δραχμές και παίρνω σαρδέλες να φάμε. Τώρα φεύγουμε για την Θεσσαλονίκη. Περνούμε από την Αθήνα και την βλέπουμε μέσα από το τραίνο. Προχωρούμε για την Θεσσαλονίκη. Μετά από ταλαιπωρίες έφτασα. Δεκάρα δεν έχω Γνωρίζω όμως έναν έμπορο χωριανό και έχω μεγάλες ελπίδες. Είναι ο Καρμίρ Αναστάσης. Τον βρίσκω και του ζητώ 50 δραχμές. Εκείνος μου δίνει 15.Είμαστε με τον φίλο του Πόρου και τις φάγαμε. Είχα όμως δυο σακάκια. Ένα καλοκαιρινό και ένα χειμωνιάτικο. Ακόμα είχα και μια εξάρτηση. Πουλώ το ένα σακάκι και την εξάρτηση. Έγιναν όλα 50-60 δραχμές. Πάμε στον σταθμό. Πήραμε ένα καρπούζι και τυρί, φάγαμε και κοιμηθήκαμε. Το πρωί φεύγουμε για τις πατρίδες μας. Αυτός κατεβαίνει στο Διδυμότειχο. Εγώ στην Ραιδεστό Δεν ήξερα ακριβώς που έπρεπε να κατέβω. Στην Ραιδεστό βρίσκω τον Τριαντάφυλλο Καραμανώλη και τον Γιάννη Καρούλη. Γίναμε τρεις χωριανοί, κανείς μας δεν είχε δεκάρα. Πεινάμε.
Χωριανούς είχε πολλούς εκεί κανείς όμως δεν μας φιλοξένησε. Τους λέω εγώ ότι ξέρω τον δρόμο για το χωριό, να φύγουμε Οι άλλοι δυο είναι οπλισμένοι με ένα όπλο και χειροβομβίδες. Μόλις φτάσαμε στο πρώτο χωριό, μπαίνει ο Καρούλης σε ένα σπίτι και έτυχε να έχει πίττα. Την πήρε με το ταψί και την φάγαμε.
Είναι νύχτα. Βαδίζουμε. Κατά τις 12 φτάσαμε στο άλλο χωριό, είδαμε ένα φως και χτυπήσαμε την πόρτα. Ήταν δυο Έλληνες που εισπράττανε τον φόρο από τον αλωνισμό. Τους λέμε ότι θέλουμε τον πρόεδρο. Πήγαν και τον φώναξαν. Μας φέρνει ψωμί, τυρί αυγά, γιαούρτι και φάγαμε. Μετά κοιμηθήκαμε. Το πρωί μας έφεραν γάλα. Μετά ξεκινήσαμε. Βαδίσαμε καμιά ώρα μέχρι που συναντήσαμε το τρίτο χωριό. Αλώνιζαν. Πήγαν οι δυο φίλοι και ξέζεψαν δυο άλογα από την δοκάνη. Τα καβάλησαν και έφυγαν. Εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω. Δεν μου πήγαινε το φιλότιμο. Μας συνοδεύει ένα Τουρκάκι για να πάρει πίσω τα άλογα. Ο Καρούλης ήθελε να το σκοτώσει, ήταν 15-16 χρονών. Εγώ τον παρακαλώ, δεν τον αφήνω να το κάνει. Φτάσαμε στο τέταρτο χωριό. Μέσα σε ένα ρέμα και ολόγυρα βουνά. Αν οι Τούρκοι ήταν οργανωμένοι με τις πέτρες θα μας σκότωναν. Μπαίνουμε σε ένα μπακάλικο. Μας τηγανίζει αυγά και φάγαμε. Φεύγουμε νύχτα. Θέλουν πάλι να σκοτώσουν το Τουρκάκι για να πάρουν τα άλογα μαζί τους. Τους παρακαλώ και δεν το σκοτώνουν. Φτάνουμε στο πέμπτο χωριό. Ζητούμε τον πρόεδρο και μας φέρνει σταφύλια, τυρί και ψωμί. Του ζητούμε και ένα αμάξι με βόδια να μας πάει στο χωριό μας το Πλαγιάρι (Μπουλαϊρ) . Το νέο όνομα “Καρδία”. Δίνουμε τα άλογα στο Τουρκάκι και φεύγει. Ανεβαίνουμε και οι τρεις στο αμάξι. Τα ξημερώματα φτάσαμε στο χωριό. Στην άκρη του χωριού συναντήσαμε έναν τσομπάνη με τα πρόβατα. Τον ρώτησα που έχει αλώνι ο πατέρας μου. «Στην άκρη της γέφυρας» μου απάντησε. Πήγαμε στο αλώνι όπου ο μπαμπάς μου είχε βρώμη αλεσμένη και την φύλαγε…

Καρδία 22 Απριλίου 1987